- μηδετέρωσε
- μηδ-ετέρωσε, auf keine von beiden Seiten hin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηδετέρωσε — (Α) επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. εκατέρω σε)] … Dictionary of Greek
μηδετέρωσε — to neither side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)